-
1 επικεφαλαιοομαι
См. также в других словарях:
επικεφαλαιώ — ἐπικεφαλαιῶ, όω (Α) [επικεφάλαιος] 1. προσθέτω, επαυξάνω 2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.) 3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, όομαι αναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek